- πολυδιαβασμένος
- -η, -ο, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαβάσει πολλά, μορφωμένος, καλλιεργημένος2. αυτός που τόν διαβάζουν πολλοί («πολυδιαβασμένο βιβλίο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek